- τραχηλιστήρ
- -ῆρος, ὁ, Αείδος χειρουργικού επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχηλίζω + κατάλ. -τήρ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραχηλιστήρ — bandage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχηλιστῆρι — τραχηλιστήρ bandage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχηλιστῆρος — τραχηλιστήρ bandage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)